ἀπατεῶνες

ἀπατεῶνες
ἀπατεών
cheat
masc nom/voc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • Rob-B-Hood — Infobox Film name = Rob B Hood caption = Film Poster for Rob B Hood director = Benny Chan producer = Willie Chan Solon So Benny Chan Wong Zhonglei Jackie Chan writer = Jackie Chan (story) Alan Yuen Benny Chan starring = Jackie Chan Louis Koo… …   Wikipedia

  • COBALI — daemones erant in comitatu Bacchi. Aristoph. Schol. in Plut. Κόβαλοι δαίμονές εἰσί τινες σκληροὶ περὶ τὸν Διόνυσον ἀπατεῶνες. Atque hinc Κοβάλεια est versutia, et astus. Origo voeis est Chebel. Hebraei, Syri, ac Arabes, funes, laqueos, et pedicas …   Hofmann J. Lexicon universale

  • Τελχίς — Μυθολογικό πρόσωπο. Σύμφωνα με την παράδοση, ήταν ένας από τους ηνίοχους των Διοσκούρων (ο άλλος ήταν ο Άμφιτος) κατά την Αργοναυτική εκστρατεία. Και οι δυο παρέμειναν στον Πόντο, ίδρυσαν τη Διοσκουριάδα και έγιναν γενάρχες του λαού των Ηνιόχων… …   Dictionary of Greek

  • αρχιγόης — ἀρχιγόης, ο (Α) ο πρώτος από τους απατεώνες, ο μεγάλος απατεώνας …   Dictionary of Greek

  • κομπογιανίτης — Όρος με τον οποίο χαρακτηρίζεται ο ψευδοεπιστήμονας και συνήθως ο εμπειρικός γιατρός. Για την ετυμολογία της λέξης κ. έχουν διατυπωθεί διαφορετικές απόψεις κατά καιρούς. Ο Κοραής υποστήριζε ότι προήλθε από τις λέξεις κόμπος (κομπασμός) και… …   Dictionary of Greek

  • λάδι — Βλ. λ. έλαια (ελαιόλαδο). * * * το (Μ λάδι[ν]) το λιπαρό υγρό που λαμβάνεται με σύνθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο νεοελλ. 1. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτική, ζωική ή ορυκτή ύλη 2. φρ. α) «άγια λάδια» το ευχέλαιο β) «άγιο… …   Dictionary of Greek

  • Ευρύβατος ή Ευρυβάτης — (6ος αι. π.Χ.). Περιώνυμος απατεώνας της αρχαιότητας. Στα αρχαία συγγράμματα συγκρίνεται με άλλους ονομαστούς απατεώνες όπως τον Ώλο, τον Σώστρατο και τον Δημοκλείδη. Καταγόταν από την Έφεσο ή την Αίγινα. Ο βασιλιάς Κροίσος της Λυδίας τον έστειλε …   Dictionary of Greek

  • Ιγνάτιος ο Ουγγροβλαχίας — (Ιωάννης Μπάμπαλος ή Κακουγδός, Μυτιλήνη 1766 – Πίζα, Ιταλία 1828). Μητροπολίτης Ουγγροβλαχίας (1810 15). Υπήρξε λόγιος, δραστήριος πνευματικός και πολιτικός παράγοντας κατά την προεπαναστατική περίοδο και κατά τη διάρκεια του Αγώνα.… …   Dictionary of Greek

  • Κέιν, Μάικλ — (Michael Caine, Αγγλία 1933 –). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο του Βρετανού ηθοποιού Μορίς Τζόζεφ Μαϊκλγουάιτ (Maurice Joseph Micklewhite). Ο Κ. άλλαξε το επίθετό του όταν είδε το κλασικό φιλμ Ανταρσία του Κέιν, το 1954. Ταλαντούχος, με χαρακτηριστική… …   Dictionary of Greek

  • Μάρτιν, Στιβ — (Steve Martin, Τέξας 1945 –). Αμερικανός ηθοποιός, σεναριογράφος και παραγωγός της τηλεόρασης και του κινηματογράφου. Σπούδασε στο κολέγιο του Λονγκ Μπιτς και στο UCLA. Ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως τηλεοπτικός σεναριογράφος, στα τέλη της… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”